χίμετλο

χίμετλο
και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α
συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα
ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου, ειδικά σε περίοδο υγρού ψύχους, στα άκρα χέρια και πόδια, στα αφτιά και στη μύτη, οι κοινώς γνωστές σήμερα χιονίστρες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χίμετλον
τὸ ἐν χειμῶνι γενόμενον ἕλκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χιμ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τών λ. χεῖμα, χειμών (βλ. λ. χειμώνας) + επίθημα -ε-θλον (πρβλ. ἕδ-ε-θλον, βλ. και λ. -θλον). Ο τ. χίμετλον με ανομοιωτική τροπή τού δασέος -θ- στο αντίστοιχο κλειστό -τ- (πρβλ. ἐχ-έ-τλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιμετλοειδής — και χειμετλοειδής, ές, ΝΑ όμοιος με χίμετλο νεοελλ. φρ. «χιμετλοειδής λύκος» ιατρ. δερματική βλάβη που εμφανίζεται στα αφτιά με τη μορφή πλακών ιώδους χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμετλο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χείμεθλον — τὸ, Μ βλ. χίμετλο …   Dictionary of Greek

  • χείμετλα — τα, ΝΜΑ βλ. χίμετλο …   Dictionary of Greek

  • χείμετλο — τὸ / χείμετλον, ΝΑ βλ. χίμετλο …   Dictionary of Greek

  • χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”